Λοιμοκαθαρτήριο Σύρου
Το Λοιμοκαθαρτήριο Σύρου είναι ένα πέτρινο εγκαταλειμμένο κτιριακό συγκρότημα στο νότιο άκρο του λιμανιού. Χτίστηκε το 1839 – 41 και αρχικά χρησίμευε για να μένουν σε καραντίνα οι ταξιδιώτες που έρχονταν στο νησί και να προστατεύονται έτσι οι κάτοικοι από μολυσματικές ασθένειες. Τα κτήρια που το αποτελούν λέγονται και «Λαζαρέττα», από τη λατινική ονομασία της υπηρεσίες αυτής, που καθιερώθηκε στα λιμάνια των Ενετικών κτίσεων την εποχή της Ενετοκρατίας στη Μεσόγειο.
Το πρώτο Λοιμοκαθαρτήριο Σύρου στην Ερμούπολη είχε κτιστεί αμέσως μετά την ίδρυση της νέας πόλης στη θέση που σήμερα βρίσκεται το Νεώριο, αλλά επειδή δεν επαρκούσε για τις αυξημένες ανάγκες της γοργά αναπτυσσόμενης πόλης αποφασίστηκε από τους Βαυαρούς Αντιβασιλείς να κατασκευαστεί καινούριο.
Το συγκρότημα του Λοιμοκαθαρτηρίου Σύρου περιέκλειε μια ορθογώνια αυλή, της οποίας η είσοδος ήταν στην νότια πλευρά, όπου και διασώζεται η μαρμάρινη πλάκα από την τελετή της θεμελίωσης του κτιρίου. Στις τρεις πλευρές υπήρχαν 32 διαμερίσματα για τις ανάγκες των ταξιδιωτών με ξεχωριστή κουζίνα, δικό τους αποχωρητήριο και τζάκι, ενώ στην δυτική πλευρά λειτουργούσαν τα μαγειρεία και τα γραφεία που κάλυπταν τις διοικητικές ανάγκες. Η συμμετρική κυρία όψη του κτηρίου του Λοιμοκαθαρτηρίου Σύρου που έβλεπε στην θάλασσα ήταν μονώροφη και στα άκρα διώροφη. Οι περισσότεροι ταξιδιώτες έρχονταν από την Μικρά Ασία, την Τουρκία και την Αίγυπτο και υποχρεωτικά έμεναν εδώ, τουλάχιστον επτά ημέρες.
Κατά την Κρητική επανάσταση, το 1866 το Λοιμοκαθαρτήριο Σύρου, χρησιμοποιήθηκε σαν καταφύγιο των Κρητών, το τέλος του 19ου αιώνα ως φυλακή, ενώ το 1908 στέγασε και το «Άσυλο Φρενοβλαβών». Η τελευταία του χρήση ήταν στα μετεμφυλιακά χρόνια ως φυλακή πολιτικών κρατουμένων.